Ετικέτες

 


ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ


 

   Πολλοί είναι αυτοί από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών που συμμετείχαν στους Βαλκανικούς πολέμους και ειδικότερα στη μάχη του Κιλκίς και αποτύπωσαν τα βιώματά τους στα κείμενά τους. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουμε τον Βασίλη Ρώτα που αφηγήθηκε τη μάχη του Κιλκίς με τον γλαφυρό του λόγο.

   Ο Βασίλης Ρώτας ήταν Έλληνας λόγιος, ποιητής, συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης, κριτικός, μεταφραστής, θεατρώνης και στρατιωτικός.  Γεννήθηκε 23 Απρίλη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, όπου τελείωσε τη βασική εκπαίδευση. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1906-1910). Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) ως ανθυπολοχαγός, στις μάχες Κιλκίς, Ναλμπάγκιοϊ, Τζουμαγιά, Ουράνοβο, Σέτε Βρατς, Στενά της Κρέσνας, Σιμιτλί. Στη διάρκεια του Α' Παγκ. Πολ., το 1916, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Δ' Σώμα Στρατού, στην Καβάλα. Ολόκληρο το Δ' Σώμα Στρατού αιχμαλωτίστηκε στο Γκέρλιτς της Γερμανίας, μέχρι το 1919, όπου ο Ρώτας εξέδιδε καθημερινή ελληνική εφημερίδα. Πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1921-22) και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Το 1921 νυμφεύτηκε τη παιδική του φίλη Κατερίνα Γιαννακοπούλου κι απέκτησαν 3 παιδιά. Αποστρατεύτηκε το 1926 με το βαθμό του συνταγματάρχη κι από τότε ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, τη μετάφραση και το θέατρο. 
     Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Από το τέλος της 10ετίας του '40 συντρόφισσά του ήταν η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου (1914-2016), με την οποία έζησε από το 1954 στη Ν. Μάκρη Αττικής. Το 1967 συλλαμβάνεται από τη χούντα κι εξορίζεται στη Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη, όπου μένει με τη Βούλα Δαμιανάκου, δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και το θέατρο. Πέθανε 30 Μάη 1977 στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών.

   Μετά το 1908, δημοσίευσε ποιήματα, άρθρα και διηγήματα και  υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα. Υπήρξε επίσης ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937), που όμως έκλεισε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργάνωσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο με συνεργάτες τον Μάρκο Αυγέρη, τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, τον Τσαρούχη, τον Αντώνη Φωκά, τον Μάνο Κατράκη κ.ά.,  διεύθυνε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας κι έδωσε θεατρικές παραστάσεις στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας και στον θεσσαλικό κάμπο. Δίδαξε επίσης στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Πειραιώς. Επίσης μεγάλη επιρροή στο έργο του είχε το αρχαίο ελληνικό δράμα και η σαιξπηρική δραματουργία. Στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου πέρασε και για τις μεταφράσεις των έργων του Σαίξπηρ,  στόχο που ολοκλήρωσε στη διάρκεια της δικτατορίας με τη βοήθεια της συντρόφου του Βούλας Δαμιανάκου.
    Επίσης ιστορική έμεινε η μετάφρασή του της κωμωδίας του 
Αριστοφάνη Όρνιθες για τη παράσταση του 1959 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
   Ο Βασίλης Ρώτας δεν επηρεάστηκε τόσο από τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του όσο από τη λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, αλλά κι από τα λαϊκά παραμύθια και τον Καραγκιόζη. Η στάση του αυτή εκφράζει και την άποψή του ότι "δημιουργός, καταλύτης κι αποδέκτης των πάντων είναι ο λαός”. Σε πολλά έργα του ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής τραγωδίας (όπως στα Ελληνικά Νιάτα, 1946), των ιστορικών δραμάτων του Σαίξπηρ (Ρήγας Βελεστινλής, 1936,  Κολοκοτρώνης, 1955) και του Θεάτρου Σκιών (Καραγκιόζικα, 1955).
     Έγραψε τους στίχους του Ύμνου Του ΕΑΜ πάνω στη μουσική του γνωστού τραγουδιού Κατιούσα. Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από τη περίφημη σειρά Κλασσικά Εικονογραφημένα με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο 10ετίες περίπου. Ιστορική είναι η συνεργασία του Ρώτα με τον Μίκη Θεοδωράκη στο έργο, «Ένας όμηρος» του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν, όπου ο Ρώτας είχε κάνει τη μετάφραση.
Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει, μεταξύ άλλων, εκτός από τον  
Μίκη Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μιχάλης Τερζής και ο Αργύρης Μπακιρτζής.

   Πριν μερικά χρόνια, το 1987, η «ΤΕΧΝΗ» Κιλκίς, τιμώντας τον λογοτέχνη και αγωνιστή Β. Ρώτα, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Η μάχη του Κιλκίς» βασισμένο σε μια αφήγηση του ιδίου στη σύντροφό του Βούλα Δαμιανάκου. Παραθέτουμε  χαρακτηριστικά αποσπάσματα που αναφέρονται στη μάχη του Κιλκίς όπου και τραυματίστηκε.

«Κιλκίς»

Τη δεύτερη μέρα της μάχης του Κιλκίς, νομίζω στις 20 καν στις 21 Ιουνίου, δεν εμπήκαμε αμέσως από το πρωί στη μάχη, γιατί είμαστε στη μάχη όλοι την προηγούμενη ημέρα και είχαμε φοβερές απώλειες. […] Εδώ έρχεται να ειπώ το πώς εγώ ετραυματίστηκα στη μάχη του Κιλκίς. Είναι πολύ δύσκολο. Την ιστορία αυτή θα ‘πρεπε να την ειπεί ένας άλλος. Δεν μπορεί ποτέ ο ίδιος ο άνθρωπος να διηγηθεί μιαν ιστορία, η οποία κατά κάποιον τρόπο είναι για τον ίδιο επαινετική ή δοξαστική. Δυσκολεύομαι πάρα πολύ.[…]

Αυτός είναι ο πόλεμος του Δεκατρία, ο βουλγαρικός. Εγώ ήμουνα διοικητής του 12ου λόχου του εικοστού τρίτου συντάγματος, έφεδρος ανθυπολοχαγός 24 χρονών.[…]

 Την πρώτη μέρα της μάχης λοιπόν είπα στους στρατιώτες μου ν’ αφήσουνε τους γυλιούς και να κρατήσουνε μόνον τα όπλα και τα φυσίγγια. Τότε είχαμε τα μάλιγχερ και φουσέκια…..και κάθε τόσο, στη μάχη μέσα, έφερναν κιβώτια και μας αδειάζανε. Προχωρούσαμε προς το Κιλκίς που ήτανε πολύ καλά οχυρωμένο κι εμείς δε κατακαμπίς, πάνω σε χωράφια μόλις θερισμένα, με τα δεμάτια καμωμένα τόπους μικρές θημωνιές και από εκεί προχωρούσαμε. […] Δεν αργήσαμε να ‘ρθούμε μπροστά σε πολυβολεία με πολυβόλα, σε οχυρώματα των Βουλγάρων που ήτανε με πολυβόλα. Την πρώτη μέρα επήρα εγώ ένα τέτοιο ύψωμα οχυρωμένο.[…]

Κατάκοποι την πρώτη ημέρα, εκεί ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, ενώ βασίλευε ο ήλιος, άρχισαν να μαζεύονται λίγοι, διότι επροχωρούσανε άλλα τμήματα μπροστά. Επλάκωνε κι η νύχτα.[…] Μόλις άρχισε η μάχη προχωρούσαμε και σε λίγο βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή κι επροχωρούσαμε. Η άμυνα των Βουλγάρων ήταν εντονότερη, αλλά και το δικό μας πείσμα μεγαλύτερο. Άλλωστε αυτή ήταν η διαταγή να προχωρήσουμε. Προχωρούσαμε με απώλειες.[…]

Έβλεπα τους στρατιώτες μου να τραυματίζονται κάθε τόσο δεξιά κι αριστερά, άλλους να τους παίρνουν οι τραυματιοφορείς. Σηκώθηκα, λοιπόν, όρθιος να ιδώ, να μετρήσω το έδαφος. Ακούω φωνές: «Κάτσε κάτω! Κάτσε κάτω!» από τ’ αριστερά μου και κοιτάζω κι ήτανε μια πατουλιά, έτσι μια σαν λακκούβα να ειπούμε του εδάφους και μέσα εκεί ήτανε καμιά διακοσαριά άντρες με τον ταγματάρχη τους, το Γεωργίου, του 16ου συντάγματος , που τον ήξερα. […] Κάτω εκεί, λοιπόν, με τα χρυσά γαλόνια και «Κάτσε κάτω! Κάτσε κάτω!», γυρίζω και μέσα στον ορυμαγδό να τονε πω, στο βρόντο των κανονιών και τα σφυρίγματα από τα βόλια που ερχόντουσαν βροχή, φωνάζω:(Δεν μπορώ να εξηγήσω σήμερα, παρά τις ιστορίες που εδιάβαζα για τον Καραϊσκάκη και άλλους, την αθυροστομία, τα λόγια που τους είπα: Τους λέω: «Καθόσαστε με τα γαλόνια, σας έχει η πατρίδα με γαλόνια κι εχωθήκατε εκεί πέρα! Ποιος πρόκειται να προχωρήσει μπροστά; Τι μαζευτήκατε κει πέρα! Ντροπή σας! Αλλά το βράδυ θα σας γ…  οι Βούλγαροι!» Πού το βρήκα αυτό να το ειπώ και πώς το είπα και σήμερα λέω δεν ξέρω. Δεν ξέρω δηλαδή και αν πρέπει να το λέω. Αλλά μ’ αυτό ήθελα να τους ερεθίσω. Κι ενώ τους το έλεγα αυτό στραμμένος αριστερά, δηλαδή το δεξί μου πλευρό προς το μέτωπο της μάχης, από κει που έρχονταν τα βόλια, σαν να μου ‘δωσαν  μια βιτσιά με μια βέργα στην κοιλιά, τσακ, και κατάλαβα ότι ετραυματίστηκα , ήτανε βόλι. […]

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 https://www.sansimera.gr/biographies/1633

https://www.902.gr/eidisi/politismos/18628/vasilis-rotas-anthropos-tis-tehnis-kai-toy-agona

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%A1%CF%8E%CF%84%CE%B1%CF%82

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ, Βασίλης Ρώτας, «ΤΕΧΝΗ» Μ.Κ.Ε Κιλκίς, Άνοιξη 2000

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου