Ετικέτες

ΓΙΩΣΕΦ ΕΛΙΓΙΑ

 

ΓΙΩΣΕΦ ΕΛΙΓΙΑ

 

 

 

 



 

 



Ο Γιωσέφ Ελιγιά ή Ιωσήφ Καπούλιας ήταν Ελληνοεβραίος ποιητής, μελετητής και μεταφραστής. Παιδί μιας φτωχής μικροαστικής εβραϊκής οικογένειας των Ιωαννίνων, γεννήθηκε το 1901. Διακρίθηκε για τη δίψα του στη μάθηση και για την οξύνοιά του. Όταν ο Ελιγιά αρχίζει να εμφανίζεται στα γράμματα, μοιάζει να έχει επηρεαστεί από τον σιωνισμό. Το 1918 γράφει τα ποιήματα «Για σε Σιών πατρίδα μου το αίμα μου θα χύσω» και «Οι τρεις Ραββίνοι». Το 1919, αποφοιτά από τη Σχολή Alliance Israélite Universelle των Ιωαννίνων. Είναι τα χρόνια αυτά κατά τα οποία αναδεικνύεται ως ποιητής, δημιουργώντας μια ποίηση που κινείται μεταξύ λυρισμού και ρεαλισμού, ενώ επιδίδεται ταυτόχρονα στον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα της εποχής.

Ο Γιωσέφ Ελιγιά ενσωματώνεται στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων με δυναμική κοινωνική και πολιτική παρουσία και σταδιακά ο σοσιαλιστής πλέον διανοούμενος Γιωσέφ Ελιγιά, παράλληλα με τη λυρική του ποίηση και τους τόνους πεσιμισμού της, προσφεύγει σε μια νέα ποίηση περισσότερο ρωμαλέα και μαχητική, παραμένοντας όμως ένας από τους πιο αισθαντικούς και βαθυστόχαστους ποιητές του μεσοπολέμου. Την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας ασπάζεται αντιμιλιταριστικές θέσεις και δηλώνει απρόθυμος να στρατευτεί. Συμμετέχει στην πνευματική δραστηριότητα της πόλης του αλλά συλλαμβάνεται και φυλακίζεται με τα περισσότερα μέλη της εφημερίδας «Νέος Αγών». Παράλληλα, και στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής του δράσης, ο Ελιγιά θα προβεί σε μια δριμεία κριτική των πλούσιων και ιθυνόντων της Ισραηλιτικής Κοινότητας. Χαρακτηριστικό παραμένει το ποίημά του με τον τίτλο «Οι Φαρισαίοι» , στο οποίο και προτάσσεται από τον ποιητή η ρήση του Ιησού «Ουαί, ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί (Χριστός)».

Ο Γιωσέφ Ελιγιά αποφυλακίζεται στις αρχές του 1925, φεύγει από τα Γιάννενα, αυτοεξοριζόμενος, και μετά από μια μικρή παραμονή του στο Αργυρόκαστρο, έρχεται στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο Ελιγιά έρχεται σε επαφή με την πρωτοπορία της ελληνικής σκέψης και διανόησης, όπως ο Πέτρος Πικρός και η Γαλάτεια Καζαντζάκη, καθώς και οι Μάρκος Αυγέρης, Κώστας Βάρναλης, Τέλλος Άγρας, Γιώργος Κοτζιούλας, Στέφανος Δάφνης, Φώτης Κόντογλου, Πέτρος Χάρης, Μιλτιάδης Μαλακάσης και άλλοι. Συνεργάζεται επίσης με τη Μεγάλη Εγκυκλοπαιδεία του Πυρσού, καθώς και με άλλα φιλολογικά και λογοτεχνικά περιοδικά. Συντάσσει για την Εγκυκλοπαιδεία διακόσια τρία λήμματα ιστορικού, φιλοσοφικού, φιλολογικού και λοιπού περιεχομένου, ενώ συνεχίζει τις μεταφράσεις βιβλικών και εβραϊκών λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία και δημοσιεύει σε φιλολογικά περιοδικά της εποχής. Κορυφαία παραγωγή του θα είναι η ολοκλήρωση της μετάφρασης του Άσματος Ασμάτων (Chir Ahchirim), την οποία πρωτοπαρουσιάζει στην Εγκυκλοπαιδεία στις 9 Οκτωβρίου 1927. Επίσης αριστοτεχνική είναι και η μετάφρασή του στον «Ησαΐα» με τα πολύτιμα σχόλια, μοναδικό κεφάλαιο για τα νεοελληνικά γράμματα, καθώς και η μετάφραση και κριτική του μελέτη στον «Ιωνά».

Τελευταίος σταθμός της πορείας του Ελιγιά θα είναι το Κιλκίς. Εδώ έρχεται το 1930 με τον διορισμό του ως καθηγητής της γαλλικής στο Γυμνάσιο της πόλης, ενώ αναμένει πρόσκληση από τον Νικόλαο Βέη για τη θέση εβραιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Στο Κιλκίς, ως διορισμένος εκπαιδευτικός, αναγκάζεται να κρύβει τη συνεργασία του με αριστερά περιοδικά, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Αναφέρουμε ενδεικτικά δύο τίτλους ποιημάτων του: το «Πουρείμ»[35] (= εβραϊκό καρναβάλι), το οποίο αφιερώνει στη μητέρα του με έναν έντονο συναισθηματικό τόνο, «Κάτι σα γράμμα στη μαννούλα μου», και το «Κιλκίς», ως προσφορά «Στη μακάρια σκιά του Ποιητή της “Πρέβεζας”, γινόμενος έτσι ο ίδιος προπομπός του χαρακτηρισμού των μετέπειτα κριτικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως «Σχολή του Κώστα Καρυωτάκη», ή άλλως, ως «Σκιά του Κώστα Καρυωτάκη». Το ποίημα εκφράζει τη δυσαρέσκεια του για την απομόνωση του στην επαρχία , λόγω του διορισμού του ως καθηγητή γαλλικής γλώσσας, επειδή τον κρατά μακριά από οποιαδήποτε πνευματική εκδήλωση. Από το Κιλκίς μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Αθήνα και πέθανε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» από τύφο το 1931. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Τα ποιήματά του τα χαρακτηρίζει ένας τόνος βιβλικός, συχνά ανάμικτος με ερωτισμό και ιδεαλισμό και με κάποια ειδυλλιακή φυσιολατρεία. Παρέμεινε πιστός του μετρικού και του ομοιοκατάληκτου στίχου και δεν ακολούθησε τις νέες μορφές τεχνικής που υιοθέτησαν οι σύγχρονοί του. Από το 1997 έχει καθιερωθεί η διδασκαλία της ποίησης του Γιωσέφ Ελιγιά στα τμήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Το πρόσωπο του Γιωσέφ Ελιγιά και οι διωγμοί που υπέστη από τους ομοθρήσκους του λόγω των αριστερών του ιδεών αναφέρονται έμμεσα στο πολύ γνωστό διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Σαμπεθάι Καμπιλής», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης.

ΠΗΓΕΣ:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%89%CF%83%CE%AD%CF%86_%CE%95%CE%BB%CE%B9%CE%B3%CE%B9%CE%AC

https://booksjournal.gr/poiimata/3905-giosef-eligia-ideologia-kai-politiki

https://kvittoria.wixsite.com/josefeligia/blank-djapy

ΚΙΛΚΙΣ

Αχ πόσο οδυνηρό κι απαίσιο

σ΄ένα στενό, τραγικό πλαίσιο

Η ζωή σου να λιμνάζει οκνή,

Η Ανία το θρήνο ν΄αρχινάει.

Και σβούρα να στριφογυρνάει

Στον ίδιο άξονα η ψυχή….



Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη,

Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη

Να σβήνουν σα μουντός καπνός

Πουρνό-βράδυ,στην πονεμένη

Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει

Ο μολυβένιος ουρανός.



Το ίδιο στρατί για το σχολείο

Και του Φωκίτη το βιβλίο

Να κουβαλάς πάντα μαζί

Κι ολομερίς ν ΄αναρωτιέσαι στον κρύο το βούρκο που κυλιέσαι:

Να ζει κανείς ή να μη ζει;



Μάρτης 1931

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου